όνειδος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | όνειδος | τα | ονείδη |
γενική | του | ονείδους | των | ονειδών |
αιτιατική | το | όνειδος | τα | ονείδη |
κλητική | όνειδος | ονείδη | ||
Κατηγορία όπως «έδαφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- όνειδος < αρχαία ελληνική ὄνειδος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₃neid- (κατάρα / καταριέμαι, μέμφομαι)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]όνειδος ουδέτερο
- (λόγιο) μομφή, ψόγος, επιτίμηση, επίπληξη
- (λόγιο) ό,τι προκαλεί ντροπή ή γενικότερα μια ντροπιαστική κατάσταση
- ≈ συνώνυμα: αίσχος, αισχύνη, καταισχύνη, ντροπή