όργιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το όργιο τα όργια
      γενική του οργίου
όργιου
των οργίων
    αιτιατική το όργιο τα όργια
     κλητική όργιο όργια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
όργιο < αρχαία ελληνική ὄργια, συγγενές με το ἔργον

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

όργιο ουδέτερο

  1. λατρεία στην οποία οι πιστοί χορεύουν και τραγουδούν ξέφρενα
    διονυσιακά όργια
  2. ομαδική σεξουαλική δραστηριότητα
  3. μεγάλη ποσότητα, πληθωρική παρουσία ενός πράγματος
    όργιο βλάστησης, όργιο χρωμάτων (και κακόσημα) όργιο παρανομιών
  4. (αργκό) χαρακτηρισμός για άνθρωπο που θεωρείται ανίκανος, απαράδεκτος, ασυνάρτητος ή απρόβλεπτος

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]