ἀβουλησία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: αβουλησία

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀβουλησί αἱ ἀβουλησίαι
      γενική τῆς ἀβουλησίᾱς τῶν ἀβουλησιῶν
      δοτική τῇ ἀβουλησί ταῖς ἀβουλησίαις
    αιτιατική τὴν ἀβουλησίᾱν τὰς ἀβουλησίᾱς
     κλητική ! ἀβουλησί ἀβουλησίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀβουλησί
γεν-δοτ τοῖν  ἀβουλησίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀβουλησία < ἀ- στερητικό + αρχαία ελληνική βούλησ(ις) + -ία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ἀβουλησία θηλυκό

Αναφορές[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]