ἀγνόησις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: αγνόηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀγνόησῐς αἱ ἀγνοήσεις
      γενική τῆς ἀγνοήσεως τῶν ἀγνοήσεων
      δοτική τῇ ἀγνοήσει ταῖς ἀγνοήσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν ἀγνόησῐν τὰς ἀγνοήσεις
     κλητική ! ἀγνόησῐ ἀγνοήσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀγνοήσει
γεν-δοτ τοῖν  ἀγνοησέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀγνόησις < αρχαία ελληνική ἀγνοέω / ἀγνοῶ

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ἀγνόησις θηλυκό

Πηγές[επεξεργασία]