ἀμφιλαφής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἀμφιλαφής τὸ ἀμφιλαφές
      γενική τοῦ/τῆς ἀμφιλαφοῦς τοῦ ἀμφιλαφοῦς
      δοτική τῷ/τῇ ἀμφιλαφεῖ τῷ ἀμφιλαφεῖ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἀμφιλαφ τὸ ἀμφιλαφές
     κλητική ! ἀμφιλαφές ἀμφιλαφές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἀμφιλαφεῖς τὰ ἀμφιλαφ
      γενική τῶν ἀμφιλαφῶν τῶν ἀμφιλαφῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς ἀμφιλαφέσ(ν) τοῖς ἀμφιλαφέσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἀμφιλαφεῖς τὰ ἀμφιλαφ
     κλητική ! ἀμφιλαφεῖς ἀμφιλαφ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀμφιλαφεῖ τὼ ἀμφιλαφεῖ
      γεν-δοτ τοῖν ἀμφιλαφοῖν τοῖν ἀμφιλαφοῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀμφιλαφής < ἀμφι- + λαμβάνω (παρακείμενος: εἴληφα)

Επίθετο[επεξεργασία]

ἀμφιλαφής

  1. αυτός που περιλαμβάνει / καταλαμβάνει τα πάντα
    ἥ τε γὰρ πλάτανος αὕτη μάλ᾽ ἀμφιλαφής τε καὶ ὑψηλή (Πλάτων, Φαίδρος, 230b)
  2. αυτός που εξαπλώνεται παντού
  3. εκτεταμένος, ευρύχωρος, περιεκτικός
  4. πλουσιοπάροχος, άφθονος
  5. υπερβολικός

Πηγές[επεξεργασία]