ἀνανταπόδεικτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἀνανταπόδεικτος τὸ ἀνανταπόδεικτον
      γενική τοῦ/τῆς ἀνανταποδείκτου τοῦ ἀνανταποδείκτου
      δοτική τῷ/τῇ ἀνανταποδείκτ τῷ ἀνανταποδείκτ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἀνανταπόδεικτον τὸ ἀνανταπόδεικτον
     κλητική ! ἀνανταπόδεικτε ἀνανταπόδεικτον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἀνανταπόδεικτοι τὰ ἀνανταπόδεικτα
      γενική τῶν ἀνανταποδείκτων τῶν ἀνανταποδείκτων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἀνανταποδείκτοις τοῖς ἀνανταποδείκτοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἀνανταποδείκτους τὰ ἀνανταπόδεικτα
     κλητική ! ἀνανταπόδεικτοι ἀνανταπόδεικτα
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀνανταπόδεικτος < ἀν- στερητικό + αρχαία ελληνική ἀνταποδεικ-νύω + -τος

Επίθετο[επεξεργασία]

ἀνανταπόδεικτος, -ος, -ον

  • (καθαρεύουσα) που δεν επιδέχεται ανταπόδειξη ή που δεν ασκήθηκε το δικαίωμα της ανταπόδειξης ώστε να καταρριφθεί η πρώτη απόδειξη

Πηγές[επεξεργασία]