ἀνανταπόδεικτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἀνανταπόδεικτος < ἀν- στερητικό + αρχαία ελληνική ἀνταποδεικ-νύω + -τος
Επίθετο[επεξεργασία]
ἀνανταπόδεικτος, -ος, -ον
- (καθαρεύουσα) που δεν επιδέχεται ανταπόδειξη ή που δεν ασκήθηκε το δικαίωμα της ανταπόδειξης ώστε να καταρριφθεί η πρώτη απόδειξη
Πηγές[επεξεργασία]
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .