ἀπόθριξ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική / ἀπόθριξ οἱ/αἱ ἀπότριχες
      γενική τοῦ/τῆς ἀπότριχος τῶν ἀποτρίχων
      δοτική τῷ/τῇ ἀπότριχ τοῖς/ταῖς ἀπότριξ(ν)
    αιτιατική τὸν/τὴν ἀπότριχ τοὺς/τὰς ἀπότριχᾰς
     κλητική ! ἀπόθριξ ἀπότριχες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀπότριχε
γεν-δοτ τοῖν  ἀποτρίχοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνυξ' όπως «ὄνυξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀπόθριξ < (ελληνιστική κοινή) ἀπό- + -θριξ

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ἀπόθριξ αρσενικό ή θηλυκό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]