ἀράξας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ἀράξᾱς | ἡ | ἀράξᾱσᾰ | τὸ | ...?...ᾰν |
γενική | τοῦ | ἀράξᾰντος | τῆς | ἀραξᾱ́σης | τοῦ | ἀράξᾰντος |
δοτική | τῷ | ἀράξᾰντῐ | τῇ | ἀραξᾱ́σῃ | τῷ | ἀράξᾰντῐ |
αιτιατική | τὸν | ἀράξᾰντᾰ | τὴν | ἀράξᾱσᾰν | τὸ | ...?...ᾰν |
κλητική ὦ! | ἀράξᾱς | ἀράξᾱσᾰ | ...?...ᾰν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ | ἀράξᾰντες | αἱ | ἀράξᾱσαι | τὰ | ἀράξᾰντᾰ |
γενική | τῶν | ἀραξᾰ́ντων | τῶν | ἀραξᾱσῶν | τῶν | ἀραξᾰ́ντων |
δοτική | τοῖς | ἀράξᾱσῐ(ν) | ταῖς | ἀραξᾱ́σαις | τοῖς | ἀράξᾱσῐ(ν) |
αιτιατική | τοὺς | ἀράξᾰντᾰς | τὰς | ἀραξᾱ́σᾱς | τὰ | ἀράξᾰντᾰ |
κλητική ὦ! | ἀράξᾰντες | ἀράξᾱσαι | ἀράξᾰντᾰ | |||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀράξᾰντε | τὼ | ἀραξᾱ́σᾱ | τὼ | ἀράξᾰντε |
γεν-δοτ | τοῖν | ἀράξᾰ́ντοιν | τοῖν | ἀραξᾱ́σαιν | τοῖν | ἀραξᾰ́ντοιν |
Δεν υπάρχουν πληροφορίες για την προσωδία του δίχρονου φωνήεντος στην παραλήγουσα ώστε να γίνει σωστά ο τονισμός. | ||||||
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'λύσας' όπως «λύσας» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Μετοχή[επεξεργασία]
ἀράξας, ἀράξασα, ἀράξαν
- μετοχή ενεργητικού αορίστου (ἤραξα, ἄραξα) του ρήματος ἀράσσω
- ※ 5ος↑ αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Ἀντιγόνη, στίχ. 52 (49-52)
- οἴμοι· φρόνησον, ὦ κασιγνήτη, πατὴρ | ὡς νῷν ἀπεχθὴς δυσκλεής τ᾽ ἀπώλετο, | πρὸς αὐτοφώρων ἀμπλακημάτων διπλᾶς | ὄψεις ἀράξας αὐτὸς αὐτουργῷ χερί·
- Οϊμένα, συλλογίσου, αδελφή, που ο πατέρας μας | με κατάρα και καταχθόνια χάθηκε | όταν ξεσκέπασε μονάχος τις αμαρτίες του, | βγάζοντας με το χέρι του τα δυο του μάτια.
- Μετάφραση (1912): Κωνσταντίνος Χρηστομάνος @greek‑language.gr
- οἴμοι· φρόνησον, ὦ κασιγνήτη, πατὴρ | ὡς νῷν ἀπεχθὴς δυσκλεής τ᾽ ἀπώλετο, | πρὸς αὐτοφώρων ἀμπλακημάτων διπλᾶς | ὄψεις ἀράξας αὐτὸς αὐτουργῷ χερί·
- ※ 5ος↑ αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Ἀντιγόνη, στίχ. 52 (49-52)
Μετοχή[επεξεργασία]
ἀράξας, ἀράξασα, ἀράξαν
- μετοχή ενεργητικού αορίστου του ρήματος ἀράζω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
ἀράξας θηλυκό
- δωρικός και αιολικός τύπος : γενική ενικού του ἀράξα
- αιτιατική πληθυντικού του ἀράξα
Πηγές[επεξεργασία]
- ἀράσσω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀράσσω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ΜΟΡΦΩ@ΛΟΓΕΙΟΝ
- μορφολογία@perseus.tufts.edu
Κατηγορίες:
- Μετοχές με κλίση όπως το 'λύσας' (αρχαία ελληνικά)
- Μετοχές 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Μετοχές που κλίνονται όπως το '-' (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με άγνωστη προσωδία (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Μετοχές παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Μετοχές με κλίση όπως το 'λύσας' με άγνωστη προσωδία (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Μετοχές (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Μετοχές ενεργητικού αορίστου (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Σοφοκλή (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι ουσιαστικών (αρχαία ελληνικά)
- Δωρική διάλεκτος
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)