ἄννηθον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | ἄννηθον | τὰ | ἄννηθᾰ |
γενική | τοῦ | ἀννήθου | τῶν | ἀννήθων |
δοτική | τῷ | ἀννήθῳ | τοῖς | ἀννήθοις |
αιτιατική | τὸ | ἄννηθον | τὰ | ἄννηθᾰ |
κλητική ὦ! | ἄννηθον | ἄννηθᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀννήθω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀννήθοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἄννηθον < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ἄννηθον, -ου ουδέτερο
- άλλη μορφή του ἄνηθον
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Νεφέλαι, στίχ. 982 (981-983)
- οὐδ᾽ ἀνελέσθαι δειπνοῦντ᾽ ἐξῆν κεφάλαιον τῆς ῥαφανῖδος, | οὐδ᾽ ἄννηθον τῶν πρεσβυτέρων ἁρπάζειν οὐδὲ σέλινον, | οὐδ᾽ ὀψοφαγεῖν, οὐδὲ κιχλίζειν, οὐδ᾽ ἴσχειν τὼ πόδ᾽ ἐναλλάξ.
- Ούτ' ήτανε δικαίωμα [του κάθε νηού], στην ώρα του φαγιού, ν' απλώνη χέρι | σε άνηθο ή σε κεφάλι ραπανιού ή σέλινο, εκεί που ήσαν οι γέροι, | κι' ούτε φαγιά και τσίχλα κατεβάζανε, ούτε το πόδι απάνω στ' άλλο εβάζανε.
- Μετάφραση (2012): Πολύβιος Δημητρακόπουλος
- Λιχουδιές δε ζητούσε ένας νέος· ρεπανιού πού να πάρει κεφάλι στο δείπνο; | Είχαν άνηθο ή σέλινο; Τ᾽ άφηνε αυτά να τα τρων μονάχα οι μεγάλοι. | Δεν καθόταν με το ᾽να ποδάρι ποτέ πάνω στ᾽ άλλο· σκαστά δε γελούσε.
- Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου @greek‑language.gr
- Ούτ' ήτανε δικαίωμα [του κάθε νηού], στην ώρα του φαγιού, ν' απλώνη χέρι | σε άνηθο ή σε κεφάλι ραπανιού ή σέλινο, εκεί που ήσαν οι γέροι, | κι' ούτε φαγιά και τσίχλα κατεβάζανε, ούτε το πόδι απάνω στ' άλλο εβάζανε.
- οὐδ᾽ ἀνελέσθαι δειπνοῦντ᾽ ἐξῆν κεφάλαιον τῆς ῥαφανῖδος, | οὐδ᾽ ἄννηθον τῶν πρεσβυτέρων ἁρπάζειν οὐδὲ σέλινον, | οὐδ᾽ ὀψοφαγεῖν, οὐδὲ κιχλίζειν, οὐδ᾽ ἴσχειν τὼ πόδ᾽ ἐναλλάξ.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Νεφέλαι, στίχ. 982 (981-983)
Πηγές[επεξεργασία]
- ἄννηθον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'πρόσωπον' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπον' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Αριστοφάνη (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)