ἅλων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἅλων αἱ ἅλωνες
      γενική τῆς ἅλωνος τῶν ἁλώνων
      δοτική τῇ ἅλων ταῖς ἅλωσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν ἅλων τὰς ἅλωνᾰς
     κλητική ! ἅλων ἅλωνες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἅλωνε
γεν-δοτ τοῖν  ἁλώνοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κώδων' όπως «κώδων» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἅλων < ἀλέω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ἅλων θηλυκό