ἐκτρέχω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  ἐκτρέχω 
Παρατατικός  ἐξέτρεχον 
Μέλλοντας  ἐκθρέξομαι &
ἐκδραμοῦμαι 
Αόριστος  ἐξέδραμον 
Παρακείμενος  ἐκδεδράμηκα 
Υπερσυντέλικος  ἐξεδεδραμήκειν 
Συντελ.Μέλλ.  ἐκδεδραμηκώς ἔσομαι 

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἐκτρέχω < ἐκ + τρέχω

Ρήμα[επεξεργασία]

ἐκτρέχω

  1. τρέχω προς τα έξω, βγαίνω έξω τρέχοντας
  2. φεύγω τρέχοντας
  3. εξορμώ
  4. επιτίθεμαι
  5. αυξάνομαι, μεγαλώνω (για ...κέρατα ή για φυτά)
    Ἡ δ’ (ἄπιος ἡ) φωκὶς κολουομένη βελτίων πρὸς δένδρωσιν οὐ πρὸς εὐκαρπίαν· ἐκτρέχει γὰρ ἄγαν μὴ κολουσθεῖσα καὶ γίνεται μονόκωλος καὶ ἀσθενὴς, εἰ δὲ μὴ παραβλαστάνουσα δενδροῦται. (Θεόφραστος, Περί φυτών αιτιών, 93, 14)
  6. υπερβαίνω