ἱκέτης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ικέτης

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἱκέτης οἱ ἱκέται
      γενική τοῦ ἱκέτου τῶν ἱκετῶν
      δοτική τῷ ἱκέτ τοῖς ἱκέταις
    αιτιατική τὸν ἱκέτην τοὺς ἱκέτᾱς
     κλητική ! ἱκέτ ἱκέται
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἱκέτ
γεν-δοτ τοῖν  ἱκέταιν
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'τοξότης' όπως «τοξότης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἱκέτης < (ἵκω φτάνω, απλώνω), θέμα ἱκ- + -έτης. Ήδη μυκηναϊκή 𐀂𐀐𐀲 (i-ke-ta) [1]

Επίθετο[επεξεργασία]

ἱκέτης (ῐ) αρσενικό (θηλυκό ἱκέτις)

Παράγωγα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. ικέτης - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

Πηγές[επεξεργασία]