ὁρατός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ὁρατός | ἡ | ὁρατή | τὸ | ὁρατόν |
γενική | τοῦ | ὁρατοῦ | τῆς | ὁρατῆς | τοῦ | ὁρατοῦ |
δοτική | τῷ | ὁρατῷ | τῇ | ὁρατῇ | τῷ | ὁρατῷ |
αιτιατική | τὸν | ὁρατόν | τὴν | ὁρατήν | τὸ | ὁρατόν |
κλητική ὦ! | ὁρατέ | ὁρατή | ὁρατόν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ | ὁρατοί | αἱ | ὁραταί | τὰ | ὁρατᾰ́ |
γενική | τῶν | ὁρατῶν | τῶν | ὁρατῶν | τῶν | ὁρατῶν |
δοτική | τοῖς | ὁρατοῖς | ταῖς | ὁραταῖς | τοῖς | ὁρατοῖς |
αιτιατική | τοὺς | ὁρατούς | τὰς | ὁρατᾱ́ς | τὰ | ὁρατᾰ́ |
κλητική ὦ! | ὁρατοί | ὁραταί | ὁρατᾰ́ | |||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὁρατώ | τὼ | ὁρατᾱ́ | τὼ | ὁρατώ |
γεν-δοτ | τοῖν | ὁρατοῖν | τοῖν | ὁραταῖν | τοῖν | ὁρατοῖν |
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ὁρατός, -ή, -όν
- αυτός που μπορεί να ιδωθεί
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Επίθετα με κλίση όπως το 'καλός' (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Επίθετα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)