ὤνησις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ὤνησῐς αἱ ὠνήσεις
      γενική τῆς ὠνήσεως τῶν ὠνήσεων
      δοτική τῇ ὠνήσει ταῖς ὠνήσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν ὤνησῐν τὰς ὠνήσεις
     κλητική ! ὤνησῐ ὠνήσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὠνήσει
γεν-δοτ τοῖν  ὠνησέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ὤνησις < ὠνή, ὠνέω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;   -σις

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ὤνησις θηλυκό

Πηγές[επεξεργασία]