ῥίν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
ελληνιστική κοινή δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ῥῑν- | ||||||||
ονομαστική | ἡ | ῥίν | αἱ | ῥῖνες | ||||
γενική | τῆς | ῥινός | τῶν | ῥινῶν | ||||
δοτική | τῇ | ῥινῐ́ | ταῖς | ῥισῐ́(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | ῥῖνᾰ | τὰς | ῥῖνᾰς | ||||
κλητική ὦ! | ῥίν | ῥῖνες | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ῥῖνε | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | ῥινοῖν | ||||||
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι μακρό. Δείτε τον αρχαιότερο τύπο «ῥίς». | ||||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'ῥίν' όπως «ῥίν» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ῥίν < πιθανόν με υπόθεση τύπου ενικού «ῥίν» αντί για «ῥίς» από εσφαλμένη ανάγνωση (f.l.) του πληθυνtικού της, «ῥῖνες» [1]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ῥῑ́ν θηλυκό
- (ελληνιστική κοινή) μεταγενέστερος τύπος του ῥίς
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ Κατά το Liddell-Scott-Jones (δείτε το ῥίν στο ΛΟΓΕΙΟΝ)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'ῥίν' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ῥίν' (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης θηλυκά (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά θηλυκά (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ῥίν' θηλυκά (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά οξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά θηλυκά οξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ῥίν' με μακρό φωνήεν (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις οξύτονες (ελληνιστική κοινή)
- Ελληνιστική κοινή
- Ουσιαστικά (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)