ῥαφή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ραφή

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ῥαφή αἱ ῥαφαί
      γενική τῆς ῥαφῆς τῶν ῥαφῶν
      δοτική τῇ ῥαφ ταῖς ῥαφαῖς
    αιτιατική τὴν ῥαφήν τὰς ῥαφᾱ́ς
     κλητική ! ῥαφή ῥαφαί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ῥαφᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  ῥαφαῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ῥαφή < ῥάπτω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ῥαφή θηλυκό

  1. ραφή
  2. ράψιμο

Πηγές[επεξεργασία]