Buchhandlung
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Buchhandlung | die | Buchhandlungen |
γενική | der | Buchhandlung | der | Buchhandlungen |
δοτική | der | Buchhandlung | den | Buchhandlungen |
αιτιατική | die | Buchhandlung | die | Buchhandlungen |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Buchhandlung (de) θηλυκό
- το βιβλιοπωλείο