Kriegführung
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Kriegführung | die | Kriegführungen |
γενική | der | Kriegführung | der | Kriegführungen |
δοτική | der | Kriegführung | den | Kriegführungen |
αιτιατική | die | Kriegführung | die | Kriegführungen |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Kriegführung (de) θηλυκό
- ο πόλεμος
- η στρατηγική
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη Krieg