Urfassung
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Urfassung | die | Urfassungen |
γενική | der | Urfassung | der | Urfassungen |
δοτική | der | Urfassung | den | Urfassungen |
αιτιατική | die | Urfassung | die | Urfassungen |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Urfassung (de) θηλυκό