action
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
action | actions |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]action (en)
- (μη μετρήσιμο) η δράση, η πράξη, η διαδικασία να κάνω κάτι για να κάνω κάτι να συμβεί ή να αντιμετωπίσω μια κατάσταση
- ↪ Wishes aren’t enough, action is also needed.
- Δεν αρκούν οι ευχές, χρειάζεται και δράση.
- ↪ It’s time for action.
- Είναι ώρα για δράση.
- ↪ He is a man of action.
- Είναι άνθρωπος της πράξης.
- ↪ Wishes aren’t enough, action is also needed.
- η πράξη, η ενέργεια, κάτι που κάνει κάποιος
- ↪ They are judging him by his actions.
- Τον κρίνουν από τις πράξεις του.
- ↪ Actions speak louder than words.
- Οι πράξεις αξίζουν περισσότερο από τα λόγια.
- ↪ I was informed of his actions.
- Πληροφορήθηκα τις ενέργειες του.
- ↪ They are judging him by his actions.
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η αγωγή, η ενέργεια, μια νομική διαδικασία για να σταματήσει ένα άτομο ή μια εταιρεία από το να κάνει κάτι ή να το τιμωρήσει
- ↪ I am taking (legal) action.
- Κάνω αγωγή.
- ↪ legal actions - δικαστικές/νόμιμες ενέργειες
- ↪ I am taking (legal) action.
- (μη μετρήσιμο) η μάχη
- ↪ He died in action.
- Σκοτώθηκε στη μάχη.
- ↪ He died in action.
- (μη μετρήσιμο) η δράση, συναρπαστικά γεγονότα
- ↪ I live a life of action.
- Ζω μια ζωή με δράση.
- ↪ I live a life of action.
Πηγές
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
action | actions |
action (fr) θηλυκό