asymilacja

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική asymilacja asymilacje
γενική asymilacji asymilacji(/asymilacyj)
δοτική asymilacji asymilacjom
αιτιατική asymilac asymilacje
οργανική asymilac asymilacjami
τοπική asymilacji asymilacjach
κλητική asymilacjo asymilacje

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

asymilacja (pl) θηλυκό