choir
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
choir | choirs |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
choir (en)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- choir - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)
- choir - Oxford Learner's Dictionaries
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
choir (fr)
- (παρωχημένο ή λόγιο) σύρομαι από πάνω προς τα κάτω
- (μεταφορικά) πέφτω
- tire la chevillette, la bobinette cherra (extrait du Petit Chaperon Rouge)
- τράβηξε τον πείρο και το μάνταλο θα πέσει (απόσπασμα από την «Κοκκινοσκουφίτσα»)
- tire la chevillette, la bobinette cherra (extrait du Petit Chaperon Rouge)
Πηγές[επεξεργασία]
- choir - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé