claim

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
claim claims

claim (en)

  1. ο ισχυρισμός, η αξίωση, μια δήλωση ότι κάτι είναι αλήθεια αν και δεν έχει αποδειχθεί και άλλοι άνθρωποι μπορεί να μην συμφωνούν ή να μην το πιστεύουν
    unfounded claims - αβάσιμοι ισχυρισμοί
    a charlatan with scientific claims - κομπογιαννίτης με αξιώσεις επιστήμονα
  2. η αξίωση, ένα αίτημα για ένα χρηματικό ποσό στο οποίο πιστεύω ότι έχω δικαίωμα, ειδικά από μια εταιρεία, την κυβέρνηση κτλ.
    He filed a claim for damages.
    Υπέβαλε αξίωση για αποζημίωση.
  3. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η διεκδίκηση, ένα δικαίωμα που κάποιος πιστεύει ότι έχει σε κάτι, ειδικά σε περιουσία, γη κτλ.
    territorial claims - εδαφικές διεκδικήσεις
    the workers’ rightful claims - οι δίκαιες διεκδικήσεις των εργατών
    a claim to a share of the father’s property - διεκδίκηση μεριδίου από την πατρική περιουσία

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας claim
γ΄ ενικό ενεστώτα claims
αόριστος claimed
παθητική μετοχή claimed
ενεργητική μετοχή claiming

claim (en)

  1. διεκδικώ
  2. αξιώνω
  3. ισχυρίζομαι, διατείνομαι
  4. προκαλώ την απώλεια, στοιχίζω

Πηγές[επεξεργασία]