conjecture

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kənˈd͡ʒɛk.t͡ʃə(ɹ)/ (βρετανικό)
ΔΦΑ : /kənˈd͡ʒɛk.t͡ʃɚ/ (ΗΠΑ)
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
conjecture conjectures

conjecture (en) (επίσημο, λογική, μαθηματικά)

  1. (μετρήσιμο) η εικοτολογία, η εικασία, η υπόθεση
    I put forward a conjecture.
    Διατυπώνω μια εικασία/υπόθεση.
  2. (μη μετρήσιμο) η εικασία, η υπόθεση, η πράξη του υποθέτω
    All of this is conjecture.
    Όλα αυτά είναι εικασίες.
    Your suspicions are based on conjecture.
    Οι υποψίες σου βασίζονται σε υποθέσεις.

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Υπερώνυμα[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας conjecture
γ΄ ενικό ενεστώτα conjectures
αόριστος conjectured
παθητική μετοχή conjectured
ενεργητική μετοχή conjecturing

conjecture (en)

Πηγές[επεξεργασία]



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kɔ̃.ʒɛk.tyʁ/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
conjecture conjectures


conjecture (fr) θηλυκό