czystość
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | czystość | czystości |
γενική | czystości | czystości |
δοτική | czystości | czystościom |
αιτιατική | czystość | czystości |
οργανική | czystością | czystościami |
τοπική | czystości | czystościach |
κλητική | czystości | czystości |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
czystość (pl) θηλυκό
- η καθαριότητα, η ιδιότητα του καθαρού