dziura
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | dziura | dziury |
γενική | dziury | dziur |
δοτική | dziurze | dziurom |
αιτιατική | dziurę | dziury |
οργανική | dziurą | dziurami |
τοπική | dziurze | dziurach |
κλητική | dziuro | dziury |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
dziura (pl) θηλυκό
- η τρύπα