hysopum
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- hysopum < αρχαία ελληνική ὕσσωπος < εβραϊκά אזוב (ezóv)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
hysopum ουδέτερο
Κλίση[επεξεργασία]
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | hysopum | hysopa |
γενική | hysopī | hysopōrum |
δοτική | hysopō | hysopīs |
αιτιατική | hysopum | hysopa |
κλητική | hysopum | hysopa |
αφαιρετική | hysopō | hysopīs |