ilość
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ilość | ilości |
γενική | ilości | ilości |
δοτική | ilości | ilościom |
αιτιατική | ilość | ilości |
οργανική | ilością | ilościami |
τοπική | ilości | ilościach |
κλητική | ilości | ilości |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ilość (pl) θηλυκό
- η ποσότητα