lornetka

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική lornetka lornetki
γενική lornetki lornetek
δοτική lornetce lornetkom
αιτιατική lornet lornetki
οργανική lornet lornetkami
τοπική lornetce lornetkach
κλητική lornetko lornetki

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /lɔrˈnɛtka/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

lornetka (pl) θηλυκό