małżonka

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική małżonka małżonki
γενική małżonki małżonek
δοτική małżonce małżonkom
αιτιατική małżon małżonki
οργανική małżon małżonkami
τοπική małżonce małżonkach
κλητική małżonko małżonki

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

małżonka (pl) θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

małżonka (pl) αρσενικό