marmor

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Δανικά (da)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

marmor (da)


Λατινικά (la)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

marmor < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

marmor (la) ουδέτερο

Κλίση[επεξεργασία]

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική marmor marmŏră
γενική marmŏris marmŏrum
δοτική marmŏrī marmŏrĭbus
αιτιατική marmor marmŏră
κλητική marmor marmŏră
αφαιρετική marmŏre marmŏrĭbus
(γ' κλίση)

Πηγές[επεξεργασία]


Σλοβενικά (sl)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

marmor (sl)


Σουηδικά (sv)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

marmor (sv)