miesiączka
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | miesiączka | miesiączki |
γενική | miesiączki | miesiączek |
δοτική | miesiączce | miesiączkom |
αιτιατική | miesiączkę | miesiączki |
οργανική | miesiączką | miesiączkami |
τοπική | miesiączce | miesiączkach |
κλητική | miesiączko | miesiączki |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- miesiączka < miesiąc
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
miesiączka (pl) θηλυκό