myrtus
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- myrtus < αρχαία ελληνική μύρτος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
myrtus θηλυκό (& murtus)
Κλίση[επεξεργασία]
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | myrtus | myrtī |
γενική | myrtī | myrtōrum |
δοτική | myrtō | myrtīs |
αιτιατική | myrtum | myrtōs |
κλητική | myrte | myrtī |
αφαιρετική | myrtō | myrtīs |