półka

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική półka półki
γενική półki półek
δοτική półce półkom
αιτιατική pół półki
οργανική pół półkami
τοπική półce półkach
κλητική półko półki

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈpuwka/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

półka (pl) θηλυκό

Παράγωγα[επεξεργασία]