półka
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | półka | półki |
γενική | półki | półek |
δοτική | półce | półkom |
αιτιατική | półkę | półki |
οργανική | półką | półkami |
τοπική | półce | półkach |
κλητική | półko | półki |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
półka (pl) θηλυκό
- το ράφι