płaszczka
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | płaszczka | płaszczki |
γενική | płaszczki | płaszczek |
δοτική | płaszczce | płaszczkom |
αιτιατική | płaszczkę | płaszczki |
οργανική | płaszczką | płaszczkami |
τοπική | płaszczce | płaszczkach |
κλητική | płaszczko | płaszczki |
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈpwa.ʃt͡ʃ̑ka/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
płaszczka (pl) θηλυκό
- το σελάχι