pain
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
pain (en)
- ο πόνος
- ↪ I told the doctor the pain won’t go away.
- Είπα στην γιατρό ότι ο πόνος δε φεύγει.
- ↪ I told the doctor the pain won’t go away.
- (ανεπίσημο) ένα ενοχλητικός άτομο ή πράγμα
- ↪ I don’t want to be a pain.
- Δε θέλω να σας φανώ ενοχλητικός.
- ↪ I don’t want to be a pain.
Παράγωγα[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
pain | pains |
pain (fr) αρσενικό
- το ψωμί, η φραντζόλα, ο άρτος
- (Γαλλία) ένα είδος μπαγκέτας 400 γραμμαρίων
- (κατ’ επέκταση) κάθε τι που έχει μορφή ψωμιού
- (οικείο) η γροθιά
- (αργκό, μουσική) λάθος νότα
Συγγενικά[επεξεργασία]
Ομώνυμα / Ομόηχα[επεξεργασία]
Παλαιά γαλλικά (fro)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
pain και pan αρσενικό
- το ψωμί