pesymistka
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pesymistka | pesymistki |
γενική | pesymistki | pesymistek |
δοτική | pesymistce | pesymistkom |
αιτιατική | pesymistkę | pesymistki |
οργανική | pesymistką | pesymistkami |
τοπική | pesymistce | pesymistkach |
κλητική | pesymistko | pesymistki |
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pɛsɨˈmistka/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
pesymistka (pl) θηλυκό