plotka
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | plotka | plotki |
γενική | plotki | plotek |
δοτική | plotce | plotkom |
αιτιατική | plotkę | plotki |
οργανική | plotką | plotkami |
τοπική | plotce | plotkach |
κλητική | plotko | plotki |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
plotka (pl) θηλυκό
- κουτσομπολιό ( φήμη, διάδοση, ιστορία που είναι πολλές φορές ψεύτικη)