plotka

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική plotka plotki
γενική plotki plotek
δοτική plotce plotkom
αιτιατική plot plotki
οργανική plot plotkami
τοπική plotce plotkach
κλητική plotko plotki

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈplɔtka/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

plotka (pl) θηλυκό

  • κουτσομπολιό ( φήμη, διάδοση, ιστορία που είναι πολλές φορές ψεύτικη)

Συγγενικά[επεξεργασία]