podstawka
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | podstawka | podstawki |
γενική | podstawki | podstawek |
δοτική | podstawce | podstawkom |
αιτιατική | podstawkę | podstawki |
οργανική | podstawką | podstawkami |
τοπική | podstawce | podstawkach |
κλητική | podstawko | podstawki |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
podstawka < υποκοριστικό του podstawa < pod + stawać
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pɔtˈstafka/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
podstawka (pl) θηλυκό
- το πιατάκι για φλυτζάνι ή γλάστρα