podstawka

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική podstawka podstawki
γενική podstawki podstawek
δοτική podstawce podstawkom
αιτιατική podstaw podstawki
οργανική podstaw podstawkami
τοπική podstawce podstawkach
κλητική podstawko podstawki

Ετυμολογία [επεξεργασία]

podstawka < υποκοριστικό του podstawa < pod + stawać

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pɔtˈstafka/
podstawka (1)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

podstawka (pl) θηλυκό

doniczka i podstawka (1)

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]