porównanie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική porównanie porównania
γενική porównania porównań
δοτική porównaniu porównaniom
αιτιατική porównanie porównania
οργανική porównaniem porównaniami
τοπική porównaniu porównaniach
κλητική porównanie porównania

Ετυμολογία [επεξεργασία]

porównanie < porównywać / porównać

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

porównanie (pl) ουδέτερο

  1. η σύγκριση
  2. (γλωσσολογία) η παρομοίωση