porte-bébé
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pɔʁt(ə)be.be/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
porte-bébé | porte-bébés |
porte-bébé (fr) αρσενικό
- κάθε τι που επιτρέπει τη μεταφορά ενός μωρού
- σάκος με λουριά, μέσα στον οποίο κάθεται ένα μωρό, που κρεμιέται στην πλάτη ή στο στήθος