λουρί

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λουρί τα λουριά
      γενική του λουριού των λουριών
    αιτιατική το λουρί τα λουριά
     κλητική λουρί λουριά
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λουρί < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική λουρίν < λωρίον < ελληνιστική κοινή λῶρος < λατινική lorum[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /luˈɾi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λου‐ρί

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λουρί ουδέτερο

  • μακρύ και στενό (σε σχήμα ταινίας) αντικείμενο από δέρμα, πλαστικό ή άλλο υλικό που χρησιμοποιείται
    1. για το δέσιμο ή τη στερέωση αντικειμένων, εξαρτημάτων, ρούχων
      ο στρατιώτης έσφιξε το λουρί του κράνους του
    2. την οδήγηση ζώων ως ηνίο, γκέμι, καπίστρι, λαιμαριά κλπ
    3. για την μετάδοση της κίνησης σε μηχανές

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]