ηνίο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ηνίο τα ηνία
      γενική του ηνίου των ηνίων
    αιτιατική το ηνίο τα ηνία
     κλητική ηνίο ηνία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ηνίο < (καθαρεύουσα) ἡνίον < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική *ἡνίον, μόνο στον πληθυντικό ἡνία [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /iˈni.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: η‐νί‐ο
ομόηχο: ινίο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ηνίο ουδέτερο

  1. καθένα από τα δύο λουριά από σχοινί ή δέρμα, που η μία άκρη του στερεώνεται στο χαλινάρι ενός αλόγου ή ενός γαϊδουριού και η άλλη βρίσκεται στα χέρια του αναβάτη και του επιτρέπει να ελέγχει το ζώο
     συνώνυμα: γκέμι (λαϊκότροπο)
  2. (μεταφορικά στον πληθυντικό η διακυβέρνηση, ο έλεγχος ενός κράτους, ενός οργανισμού, μιας εταιρείας κ.λπ.

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]