present
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | present |
συγκριτικός | more present |
υπερθετικός | most present |
present (en)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
present | presents |
present (en)
- το παρόν
- (γραμματική) ο παροντικός χρόνος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
present | presents |
present (en)
- το δώρο
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | present |
γ΄ ενικό ενεστώτα | presents |
αόριστος | presented |
παθητική μετοχή | presented |
ενεργητική μετοχή | presenting |
present (en)
Σουηδικά (sv)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]present (sv)
- το δώρο