prognoza
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | prognoza | prognozy |
γενική | prognozy | prognoz |
δοτική | prognozie | prognozom |
αιτιατική | prognozę | prognozy |
οργανική | prognozą | prognozami |
τοπική | prognozie | prognozach |
κλητική | prognozo | prognozy |
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /prɔˈɡnɔ.za/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
prognoza (pl) θηλυκό
- η πρόγνωση
Σερβικά (sr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
prognoza (sr)
- λατινική γραφή του прогноза