rakieta
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | rakieta | rakiety |
γενική | rakiety | rakiet |
δοτική | rakiecie | rakietom |
αιτιατική | rakietę | rakiety |
οργανική | rakietą | rakietami |
τοπική | rakiecie | rakietach |
κλητική | rakieto | rakiety |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
rakieta (pl) θηλυκό