rodzajnik
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | rodzajnik | rodzajniki |
γενική | rodzajnika | rodzajników |
δοτική | rodzajnikowi | rodzajnikom |
αιτιατική | rodzajnik | rodzajniki |
οργανική | rodzajnikiem | rodzajnikami |
τοπική | rodzajniku | rodzajnikach |
κλητική | rodzajniku | rodzajniki |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
rodzajnik (pl) αρσενικό
- (γραμματική) το άρθρο