słabość

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική słabość słabości
γενική słabości słabości
δοτική słabości słabościom
αιτιατική słabość słabości
οργανική słabością słabościami
τοπική słabości słabościach
κλητική słabości słabości

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

słabość (pl)

Συγγενικά[επεξεργασία]