setup
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
setup | setups |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
setup (en)
- διευθέτηση, διάταξη
- ≈ συνώνυμα:: arrangement, arrangement of objects
- η παγίδευση προσώπου, η απόπειρα με στόχο να ριχτεί το φταίξιμο για κάτι που έγινε σε κάποιον/κάποια
- πειραματική διάταξη, εξοπλισμός αναπτυγμένος λειτουργικά, εξοπλισμός σε διάταξη λειτουργίας
- εγκατάσταση
- (λογισμικό) η εγκατάσταση λογισμικού, εφαρμογής, προγράμματος σε ηλεκτρονικό υπολογιστή
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- setup στην αγγλική Βικιπαίδεια