spotkanie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | spotkanie | spotkania |
γενική | spotkania | spotkań |
δοτική | spotkaniu | spotkaniom |
αιτιατική | spotkanie | spotkania |
οργανική | spotkaniem | spotkaniami |
τοπική | spotkaniu | spotkaniach |
κλητική | spotkanie | spotkania |
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /spɔtˈkã.ɲɛ/
- ⓘ
Ετυμολογία [επεξεργασία]
spotkanie (pl) < spotkać τετελεσμένο (spotykać μη τετελεσμένο)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
spotkanie (pl) ουδέτερο